λαθασμός
Look at other dictionaries:
λαθασμός — λαθασμός, ὁ (AM) λάθος, πλάνη, ακούσιο σφάλμα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «λήθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά το σχήμα χορταίνω: χορτασμός] … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek